- πολυαρίθμητος
- πολυ-άριθμος, u. πολυ-αρίθμητος, zahlreich, vielfach
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαρίθμητος — ον, Α πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀριθμητός (< ἀριθμῶ), πρβλ. αν αρίθμητος, ευ αρίθμητος] … Dictionary of Greek